- ταυρότραγος
- (taurotragus). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών, που περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων ζώων, με χαρακτηριστικά βοδιού και αντιλόπης. Οι τ. είναι στην πραγματικότητα μεγάλες αντιλόπες, με ογκώδες σώμα και δυνατό κοντό λαιμό, ο οποίος, στον αυχένα, έχει μικρή όρθια χαίτη. Οι τ. έχουν μεγάλο κεφάλι και τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό, κέρατα. Τα κυριότερα είδη του γένους είναι ο τ. ο όθρυξ της ανατολικής και νότιας Αφρικής που το μήκος του φτάνει τα 3 μ. και το βάρος του τα 1.000 κιλά και ο τ. ο δερβιανός. Οι τ. εξημερώνονται εύκολα και εκτρέφονται για το κρέας και το λίπος τους.
Taurotragus derbianus.
Τaurotragus Οryx. Οι ταυρότραγοι φτάνουν τα 1.000 κιλά.
* * *ο, Νζωολ. γένος ταυρόμορφων αντιλόπων, που απαντούν σε κοπάδια στις σαβάνες ή στις αραιά δασωμένες περιοχές τής κεντρικής και νότιας Αφρικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. taurotragus < ταύρος + τράγος).
Dictionary of Greek. 2013.